Την Κυριακή 3η Ιανουαρίου, μόλις μια εβδομάδα προ της τελικής εκλογής, δημοσιεύθηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ένα άρθρο του Κυριάκου Μητσοτάκη με τίτλο «Συναίνεση για ριζική αναθεώρηση του Συντάγματος»
Το άρθρο περιέχει, κατ’ αρχήν, μια απλή και έξυπνη πρόταση προς τον Πρωθυπουργό: «Η Νέα Δημοκρατία θα υπερψηφίσει όλα τα άρθρα που η κυβέρνηση θα προτείνει ως αναθεωρητέα, εφ’ όσον ο ΣΥΡΙΖΑ υπερψηφίσει όλα τα άρθρα που θα προτείνει η Νέα Δημοκρατία.» Αν αυτό συμβεί, δηλαδή αν όλα τα προς αναθεώρηση άρθρα ψηφισθούν με πλειοψηφία 3/5 (180 βουλευτών) η επόμενη Βουλή θα είναι αναθεωρητική και η πλειοψηφία της -η οποία προφανώς θα προκύψει από τις επόμενες εκλογές- θα επιλέξει τελικώς ποια άρθρα θα αναθεωρηθούν και ποια όχι.
Όντως, πρόκειται για πολύ απλή και πολύ έξυπνη πρόταση, η οποία μας προϊδεάζει για το είδος της αντιπολιτεύσεως που θα ασκήσει ο κ. Μητσοτάκης: πολλές «εκπλήξεις» περιμένουν τον κ. Τσίπρα, ο οποίος τώρα αποκτά, για πρώτη φορά, έναν αληθώς επικίνδυνο αντίπαλο! Μάλλον, ο νέος αρχηγός της Ν.Δ. δείχνει να έχει καταλάβει πολύ καλά κάτι πολύ απλό που αδυνατούσαν να κατανοήσουν οι προκάτοχοί του: η αποκατάσταση της αστικής κυριαρχίας, στην πραγματικότητα η αποκατάσταση του καθεστώτος, απαιτούν αντισυστημικό αγώνα έναντι του φαύλου και ανίκανου συστήματος της μεταπολιτεύσεως, πράγμα τον οποίο προϋποθέτει πλήρη αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού.
Όμως, πέρα από αυτή την θετική πλευρά της, η ρηξικέλευθη πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη περιέχει πολλούς κινδύνους καθώς και ένα συνταγματικό πρόβλημα.
- Οι κίνδυνοι έγκεινται στο ότι οι επόμενες εκλογές μετατρέπονται σε δημοψήφισμα με θέμα την συνταγματική αλλαγή. Ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης παραδέχεται, στο άρθρο του, ότι «Με δεδομένο το εύρος των προς αναθεώρηση άρθρων, η επόμενη Βουλή θα έχει χαρακτήρα Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης. Και βέβαια οι επόμενες εθνικές εκλογές θα έχουν τεράστια σημασία, καθώς θα αναδείξουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα μετασχηματίσει τον Καταστατικό Χάρτη της Ελλάδας.» Είναι έτοιμη η ελληνική κοινωνία για τις μεγάλες θεσμικές αλλαγές που απαιτεί η επανεκκίνηση της χώρας; Θα συνταχθεί με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Ν.Δ. σε μια τόσο κρίσιμη αναμέτρηση. Ίσως ναι, μάλλον όχι είναι η δική μου απάντηση, δεδομένων των δομών της κοινωνίας μας και του φόβου που την διακατέχει ενώπιον σημαντικών αλλαγών εκσυγχρονιστικού χαρακτήρος. Γιατί δεν μπορεί παρά τέτοιες να είναι οι αλλαγές στο σύνταγμα, ώστε, αφ’ ενός, να αποδεσμευθεί η χώρα από τα δεσμά του κρατισμού με κατάργηση κάθε άρθρου του συντάγματος που δεν σχετίζεται με το πολίτευμα, την Δικαιοσύνη και τα ατομικά δικαιώματα και, αφ’ ετέρου, να αποκτήσουμε ένα σύγχρονο και λειτουργικό πολίτευμα πλήρους διαχωρισμού των εξουσιών και αυξημένης λαϊκής κυριαρχίας, όπως είναι το προεδρικό σε συνδυασμό με ευρεία χρήση δημοψηφισμάτων, τα οποία μια φιλελεύθερη κυβέρνηση θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να καταρρίψει το μύθο του πολιτικού κόστους, ζητώντας και λαμβάνοντας ξεκάθαρη εντολή σε πλείστα όσα θέματα!
- Το πιθανό συνταγματικό πρόβλημα θα προκύψει από την -σχεδόν βέβαιη- διαφορετική πρόταση που θα καταθέσει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και η Ν.Δ. επί του ιδίου άρθρου. Π.χ., η Ν.Δ. θα ζητά την κατάργηση του άρθρου που απαγορεύει την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων ενώ ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. θα ζητά την πλήρη απαγόρευση κάθε άλλου είδους ανωτάτης παιδείας. Αν ισχύσει η συμφωνία που προτείνει ο κ. Μητσοτάκης, τότε τα δύο κόμματα θα ψηφίσουν, ταυτοχρόνως, δύο αντιτιθέμενες προτάσεις, πράγμα που μπορεί να έχει νόημα από πολιτικής απόψεως, αλλά μάλλον δεν ευσταθεί με βάση την διαδικασία αναθεωρήσεως που προβλέπει το σύνταγμα. Και, βεβαίως, αυτό θα συμβεί σε πολλές περιπτώσεις, όχι μόνο στο άρθρο περί Α.Ε.Ι.
Τελικώς, η αποδοχή της προτάσεως Μητσοτάκη θα μετατρέψει, ξεκάθαρα, τις επόμενες εκλογές σε συνταγματικό δημοψήφισμα. Και, όπως προανέφερα, δεν είμαι καθόλου βέβαιο ότι κάτι τέτοιο συμφέρει την παράταξή μας. Αν ο Πρόεδρος της Ν.Δ. θέλει μια αληθινή ριζική μεταρρύθμιση και τολμήσει να την προτείνει, φοβάμαι ότι θα δει να σχηματίζεται απέναντί του ένα πολύ μεγάλο μέτωπο, το οποίο δεν επιθυμεί τόσο ριζικές αλλαγές, με αποτέλεσμα να διακινδυνεύσει την ίδια την εκλογή του στην πρωθυπουργία! Αν δεν τολμήσει να προτείνει ριζικές αλλαγές, τότε η έξυπνη πρότασή του χάνει το νόημά της ενώ καίγεται το πολύ σημαντικό χαρτί της ριζικής πολιτικής μεταρρυθμίσεως. Άλλωστε, η αναθεωρητική διαδικασία, όπως την προβλέπει το 110 του Συντάγματος, δεν αφήνει πολλά περιθώρια ριζικών μεταρρυθμίσεων αφού αφήνει εκτός τα κρίσιμα άρθρα που αφορούν τους πολιτειακούς θεσμούς.
Οι ανωτέρω ενστάσεις, τεχνικές και πολιτικές, δεν αναιρούν την αξία της προτάσεως Μητσοτάκη, τόσο επειδή τόλμησε να θίξει με τρόπο ρηξικέλευθο το ζήτημα της ευρείας συνταγματικής αναθεωρήσεως -το οποίο μάλλον αποτελεί taboo για το πολιτικό κατεστημένο που έχει οχυρωθεί πίσω από τις ξεπερασμένες και αδιέξοδες διατάξεις του συντάγματος- όσο -και κυρίως- επειδή επέλεξε να παρουσιάσει την πρότασή του στο πλαίσιο της κορυφαίας ενδοπαραταξιακής διαδικασίας και μάλιστα λίγο πριν την κορύφωσή της! Του αξίζουν συγχαρητήρια γι’ αυτό! Οι δύο ακροτελεύτειες προτάσεις του άρθρου του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι απολύτως ξεκάθαρες, αλλά και χαρακτηριστικές:
«Όμως η θεσμική αλλαγή στη χώρα και η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι αναγκαίες προϋποθέσεις όχι μόνον για τη θεραπεία πολλών από τα κακώς κείμενα του πολιτικού μας συστήματος αλλά και για την απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων της χώρας.
Μετά την επώδυνη εμπειρία της χρεοκοπίας και την παταγώδη αποτυχία του πολιτικού μας συστήματος, χρειάζεται να επανεξετάσουμε τη θεσμική συγκρότηση της κοινωνίας μας από την αρχή. Μια συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, που θα αφορά άμεσα όλους τους πολίτες, θα μας εμπλέξει σε μια συλλογική άσκηση αυτογνωσίας και θα ξαναδώσει νόημα στην πολιτική.»
Κλείνω υποθέτοντας ότι, οι αναγνώστες δεν θα δυσκολευθούν να αντιληφθούν μια αντίφαση που περιέχουν οι ισχυρισμοί μου, αφού παρ’ ότι θεωρώ απαραίτητη την «αλλαγή των κανόνων», στην οποία περιλαμβάνεται η ευρεία αναθεώρηση του συντάγματος και η αλλαγή του πολιτεύματος, εκφράζω τις αμφιβολίες μου για την δυνατότητα της Ν.Δ. να συγκροτήσει την πολιτική πλειοψηφία που θα στηρίξει τις θεσμικές αλλαγές. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει αντίφαση. Οι επιφυλάξεις μου αφορούν την χρονική ιεράρχηση των αλλαγών, την διαδικασία που θα επιλεγεί για την υλοποίησή τους, αλλά και την δυνατότητα να είναι πλήρεις. Οι απολύτως απαραίτητες συνταγματικές αλλαγές ίσως δεν αποτελούν την καλύτερη αιχμή του προεκλογικού δόρατος της Ν.Δ. Το άμεσο και μεγάλο διακύβευμα είναι η απαλλαγή της χώρας από την τυχοδιωκτική κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου και η επάνοδος της οικονομίας και της καθημερινότητος σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Δεν πρέπει να σταλούν λάθος μηνύματα στους πολίτες λόγω του προτάγματος συνταγματικών αλλαγών που -λόγω της ισχύουσας διαδικασίας δεν μπορεί να είναι πλήρεις και ριζικές- ενώ θα δώσουν στο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. τη δυνατότητα συγκροτήσεως ενός κρατικίστικου μετώπου!
Σε επόμενο άρθρο μου θα παρουσιάσω αναλυτικώς την πρότασή μου για την ιεράρχηση των αλλαγών, το περιεχόμενό τους και την διαδικασία που θα έπρεπε να επιλεγεί.